μεταμφίασις

μεταμφίασις
μεταμφίασις, ἡ (Μ)
βλ. μεταμφίεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταμφίεση — η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) [μεταμφιέζω] αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή τής εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”